-
1 ἰσχάνω
A hold in check, hinder,δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387
; ;τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13
: c. gen., keep back from,κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op. 495
; so in Prose, ὁ ἥλιος.. ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει).II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience.., Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ.. δάκτυλον ( δακτύλων codd.)πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13
;μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6
;ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский